Η Ουκρανία (ουκρανικά: Україна, Ουκραΐνα) είναι χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Ρωσία στα ανατολικά και βορειοανατολικά, τη Λευκορωσία στα βορειοδυτικά, την Πολωνία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία στα δυτικά, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία στα νοτιοδυτικά, ενώ βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική Θάλασσα στα νότια και νοτιοανατολικά αντίστοιχα. Η έκταση της χώρας είναι 603.500 τ.χλμ., καθιστώντας την έτσι την δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης, μετά την Ρωσία. Πρωτεύουσα της Ουκρανίας είναι το Κίεβο. Η επίσημη γλώσσα είναι τα ουκρανικά και το νόμισμα της χώρας είναι η γρίβνα.
Τον 9ο αιώνα, στα σημερινά εδάφη της Ουκρανίας, ιδρύθηκε από τους Βαράγγους που έμειναν γνωστοί ως Ρως του Κιέβου το κράτος των Ρως ή Κιεβινή Ρωσία. Ήταν το πρώτο ανατολικό σλαβικό κράτος και αναδείχθηκε σε ισχυρό έθνος κατά τον Μεσαίωνα, μέχρι να διαλυθεί το 12ο αιώνα. Έως τα μέσα του 14ου αιώνα τα σημερινά εδάφη της Ουκρανίας βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τριών εξωτερικών δυνάμεων: της Χρυσής Ορδής, του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας και του βασιλείου της Πολωνίας. Μετά τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700-1721) τα εδάφη διαμελίστηκαν μεταξύ των γειτονικών δυνάμεων και, από το 19ο αιώνα και μετά, το μεγαλύτερο μέρος τους ενσωματώθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία, με το υπόλοιπο να περιέρχεται υπό τον έλεγχο της Αυστροουγγαρίας. Μετά από μια χαοτική περίοδο αδιάκοπου πολέμου και αρκετές προσπάθειες για ανεξαρτησία (1917-1921) μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, η Ουκρανία προέκυψε στις 30 Δεκεμβρίου 1922 ως μία από τις ιδρυτικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Η ουκρανική επικράτεια της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας διευρύνθηκε προς τα δυτικά λίγο πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και νότια το 1954 με τη μεταφορά της Κριμαίας στην επικράτεια της Ουκρανίας. Το 1945 η Ουκρανική Δημοκρατία έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητη και πάλι μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Τότε άρχισε μια περίοδος μετάβασης στην οικονομία της αγοράς κατά την οποία η Ουκρανία βίωσε οκταετή ύφεση. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 η οικονομία σημείωσε πρόοδο, με κύριο δείκτη την αύξηση του ΑΕΠ. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 όμως, η Ουκρανία υπέστη πλήγμα και η οικονομία της βυθίστηκε. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 20% από την άνοιξη του 2008 έως την άνοιξη του 2009, και μόνο στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε.
To 2014 η απόφαση του προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς να διακόψει την διαδικασία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε αιτία μεγάλων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, οι οποίες έμειναν γνωστές ως Euromaidan. Αυτές οι διαδηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης και τη διαφυγή του προέδρου. Λόγω της πολιτικής αστάθειας στη χώρα, η Ρωσική Άνω Βουλή αποφάσισε να επιτρέψει την αποστολή ρωσικών στρατευμάτων σε ουκρανική επικράτεια, στη χερσόνησο της Κριμαίας, όπου ο πληθυσμός είναι κυρίως ρωσόφωνος. Αυτό επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας. Η Κριμαία, μάλιστα, μετά από δημοψήφισμα, ενώθηκε με την Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι που η δύση και η κυβέρνηση του Κιέβου, αρνούνται να αναγνωρίσουν.
Δείτε επίσης: Euromaidan, Κρίση στην Κριμαία το 2014, Κρίση στη νοτιοανατολική Ουκρανία το 2014
Το Νοέμβριο του 2013, ο Πρόεδρος Γιανουκόβιτς αρνήθηκε να υπογράψει την Συνθήκη σύνδεσης με τη Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν διαδηλώσεις στο Κίεβο με επίκεντρο την πλατεία Ανεξαρτησίας. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την παραίτηση του προέδρου και της κυβέρνησής του, κατηγορώντας τους ότι εξυπηρετούν τα σχέδια της Ρωσίας, και απαιτούσαν την υπογραφή της Συνθήκης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά τις 16 Ιανουαρίου 2014, τα γεγονότα πήραν βίαιη τροπή με αφορμή τη ψήφιση νόμων κατά των συγκεντρώσεων από την τότε κυβέρνηση. Οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές προχώρησαν σε καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων στο Κίεβο. Κατά τη διάρκεια των ταραχών από τις 18 έως τις 20 Φεβρουαρίου, σκοτώθηκαν 98 άτομα και τραυματίστηκαν χιλιάδες . Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Γιανουκόβιτς υπέγραψε συμφωνία με τους ηγέτες της Αντιπολίτευσης για τον τερματισμό της βίας και ανακοίνωσε πρόωρες εκλογές για τον Δεκέμβριο. Οι διαδηλωτές συνέχισαν να απαιτούν την παραίτησή του . Στις 22 Φεβρουαρίου, το Ουκρανικό Κοινοβούλιο κήρυξε έκπτωτο τον Πρόεδρο Γιανουκόβιτς και προκήρυξε προεδρικές εκλογές για τις 25 Μαίου του 2014. Ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς διέφυγε στη Ρωσία όπου έλαβε άσυλο . Την εξουσία ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση συνεργασίας, αποτελούμενη από τα κεντροδεξιά κόμματα Μπατίβσκινα και УДАР, το ακροδεξιό Σβόμποντα, καθώς και διάφορους φιλοευρωπαϊκούς κοινοβουλευτικούς συνασπισμούς και ανεξάρτητους βουλευτές. Ειδικά η συμμετοχή του Σβόμποντα προκάλεσε πολλά σχόλια, με διάφορους σχολιαστές να το θεωρούν ναζιστικό, και άλλους, όπως και η ίδια η ηγεσία του κόμματος, να το χαρακτηρίζουν εθνικιστικό αλλά όχι φασιστικό.
Την 1η Μαρτίου, ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, έλαβε την έγκριση του ρωσικού κοινοβουλίου για την αποστολή ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία και συγκεκριμένα στη χερσόνησο της Κριμαίας. Τις επόμενες ημέρες στρατιώτες του Ρωσικού στρατού έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας, ενώ η μεταβατική κυβέρνηση του Κιέβου κήρυξε γενική επιστράτευση, χαρακτηρίζοντας τις ρωσικές ενέργειες ως «κήρυξη πολέμου». Το τοπικό κοινοβούλιο της Κριμαίας προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 16 Μαρτίου 2014 για την αυτονομία της περιοχής ή την ένωσή της με τη Ρωσία . Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σε ποσοστό 97% υπέρ της ένωσης της περιοχής με την Ρωσία, κάτι που επικυρώθηκε αργότερα επίσημα. Το αμέσως επόμενο διάστημα η κρίση συνέχισε να υφίσταται με Ρωσόφωνες επαρχίες να ζητούν η μία μετά την άλλη ανεξαρτησία ή ένωση με τη Ρωσία.
Το Μάιο του 2014 εξελέγη νέος πρόεδρος ο Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον επόμενο μήνα.