Ισλανδική γλώσσα

Ισλανδική γλώσσα
Η ισλανδική γλώσσα είναι γερμανική γλώσσα που ομιλείται στην Ισλανδία, της οποίας αποτελεί την επίσημη γλώσσα. Είναι στενά συνδεδεμένη ιστορικά με τις άλλες γλώσσες των Βορείων Χωρών, δηλαδή των φεροϊκών, νορβηγικών, δανέζικων και σουηδικών.

Είναι μία γλώσσα συντηρητική στην εξέλιξή της αφού έχει αλλάξει σχετικά λίγο από τον 13ο αιώνα λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης. Τα μοντέρνα ισλανδικά (σε σύγκριση με τα παλαιότερα υψηλά ισλανδικά) έχουν περισσότερες ομοιότητες με τα φεροϊκά παρά με τις άλλες γλώσσες της ίδιας οικογένειας.

Η ισλανδική είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές γλώσσες (όπως και η ελληνική, αγγλική, ισπανική, αλβανική, ουαλική, ιρλανδική, σκωτς και σκωτική γαελική), που χρησιμοποιούν τους φθόγγους "θ" (þ) και "δ" (ð).

Τα ισλανδικά είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του ισλανδικού πολιτισμού, λόγω της κληρονομιάς τους. Από τον 18ο αιώνα, όταν η Ισλανδική κινδύνευε λόγω της Δανικής επιρροής, ένα κίνημα γλωσσικής καθαρότητας εμφανίστηκε και από τότε έγινε η κύρια γλωσσική πολιτική της Ισλανδίας. Τα ισλανδικά δεν δανείζονται συνήθως στοιχεία από άλλες γλώσσες.

Αξιοσημείωτο στα ισλανδικά είναι το σύστημα ονομάτων τους. Τα ονόματα είναι συνήθως πατρωνυμικά, και είναι σχετικά όχι και τόσο ασυνήθιστο να είναι και μητρωνυμικά και αναφέρονται στο άμεσο πατέρα ή μητέρα και όχι στο όνομα της οικογένειας. Αυτό το σύστημα χρησιμοποιούνταν παλιά στη Σκανδιναβία και είναι συγκρίσιμο με το ρωσικό πατρωνυμικό σύστημα μόνο που στα ρωσικά χρησιμοποιείται ως μεσαίο όνομα.

Χώρα
  • Ισλανδία
    Η Ισλανδία (Ισλανδικά: Ísland) είναι νησιωτική χώρα της Βόρειας Ευρώπης, ευρισκόμενη στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό και ανάμεσα στη Γροιλανδία, τη Σκωτία, τις Νήσους Φερόες και τη Νορβηγία. Ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 390.830 κάτοικους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023, και πρωτεύουσά της είναι το Ρέικιαβικ. Κατά μια ερμηνεία, ταυτίζεται με το νησί Θούλη που επισκέφτηκε ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης στο ταξίδι που έκανε τον 4ο αιώνα π.Χ., περί τα 332 - 310 π.Χ. Η Εθνική εορτή στη χώρα είναι ανήμερα της 17ης Ιουνίου.

    Η Ισλανδία διαθέτει οικονομία αγοράς με σχετικά χαμηλή φορολογία, σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Διατηρεί ένα σκανδιναβικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που παρέχει καθολική υγειονομική περίθαλψη και τριτοβάθμια εκπαίδευση στους πολίτες του. Η Ισλανδία κατέχει υψηλή οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και ισότητα. Το 2016, κατατάχθηκε ως η 9η πιο ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο από τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και κατατάσσεται στην πρώτη θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ειρήνης. Η Ισλανδία βασίζεται σχεδόν πλήρως στην ανανεώσιμη ενέργεια. Επηρεασμένη από τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα του έθνους απέτυχε συστηματικά τον Οκτώβριο του 2008, οδηγώντας σε σοβαρή ύφεση, ουσιαστική πολιτική αναταραχή, τη διαμάχη Icesave και τη θεσμοθέτηση ελέγχων κεφαλαίου. Κάποιοι τραπεζίτες φυλακίστηκαν. Από τότε, η οικονομία έχει ανακάμψει σημαντικά, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον τουρισμό.