Σανσκριτική γλώσσα

Σανσκριτική γλώσσα
Η Σανσκριτική (saṃskṛtam संस्कृतम्) είναι η κλασική γλώσσα της Ινδίας και λειτουργική γλώσσα του Ινδουϊσμού, του Βουδισμού και του Τζαϊνισμού. Η θέση της στον πολιτισμό της Ινδίας και της ΝΑ Ασίας είναι παρόμοια με εκείνη των Λατινικών και των Αρχαίων Ελληνικών στην μεσαιωνική Ευρώπη, και είναι κεντρικός άξονας της ινδουϊστικής παράδοσης. Όντας μία από τις είκοσι δύο (22) επίσημες γλώσσες της Ινδίας, η Σανσκριτική διδάσκεται σε σχολεία σε όλη την Ινδία ως δεύτερη γλώσσα, ενώ ορισμένοι Βραχμάνοι τη θεωρούν ως μητρική τους γλώσσα.

Κυρίως η Σανσκριτική χρησιμοποιείται ως κατεξοχήν τελετουργική γλώσσα στα ινδουϊστικά τελετουργικά με τη μορφή ύμνων και μάντρα. Στην προκλασική μορφή της Βεδικής Σανσκριτικής -λειτουργικής γλώσσας της Βεντικής θρησκείας- θεωρείται ως ένα από τα πρωιμότερα μέλη της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, με αρχαιότερο κείμενο τη Ριγκβέντα.

Η Σανσκριτική γλώσσα (σανσκρίταμ: संस्कृत भाषा) είναι μία από τις παλαιότερες γλώσσες του κόσμου. Ανήκει στην κλασική Ινδικο-Αρειανή γλώσσα, στην οποία τα πιο αρχαία έγγραφα που βρέθηκαν είναι οι Βέδες. Κατατάσσεται στην Ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Ονομάζεται επίσης “Ντεβ βανί" που σημαίνει η γλώσσα των θεών. Μέσα σε αυτήν περιλαμβάνονται τα κλασικά Σανσκριτικά, με 48 φωνήματα από το 500 π.Χ.- 1000μ.Χ., τα προ-κλασικά και η παλαιότερη μορφή της που είναι η Βεδική Σανσκριτκή γλώσσα, με 49 φωνήματα από το 1500-200 π.Χ. Επίσης, αποτελεί λειτουργική γλώσσα για άλλες θρησκείες, όπως αυτές του Ινδουϊσμού, του Βουδισμού και του Τζαϊνισμού. Αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα της Ινδίας ως κλασική γλώσσα και πρωτοχρησιμοποιήθηκε για θρησκευτικούς σκοπούς και μετέπειτα επιστημονικούς.

Η Σανσκριτική γλώσσα περιγράφτηκε πρώτη φορά στη γραμματική του Πανίνι τον 4ο αιώνα π.Χ. Πρόκειται για διατακτική γραμματική που αναφέρεται στο πώς να χρησιμοποιείται ορθά η γλώσσα και αποτέλεσε ορόσημο για την ανάπτυξή της.

Το κύριο βιβλίο γραμματικής ονομάστηκε Ασταντιαγί (Ashtadhyayi). Εκείνη την εποχή, η γλώσσα αυτή είχε θεωρηθεί ως ένας ευγενής τρόπος ομιλίας που διδασκόταν απο λογίους και μιλιόταν από ανθρώπους υψηλών κοινωνικών στρωμάτων και μεγάλου βεληνεκούς. Η λέξη “saṃskṛtā vāk” σημαίνει εξευγενισμένη γλώσσα. Παρουσιάζει παρόμοια γραμματική δομή με άλλες Ινδοερωπαϊκές γλώσσες, όπως τα Ελληνικά και τα Λατινικά. Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμπτωση η κοινή ρίζα των ρημάτων και της γραμματικής σε σύγκριση με τις δύο γλώσσες της Ευρώπης που προαναφέρθηκαν.

Με την πάροδο του χρόνου, τα Σανσκριτικά είναι από τις ελάχιστες γλώσσες στην οποία δεν υπήρξε αλλαγή στην επιστήμη της γραμματικής. Δεν έχουν αρχή και τέλος και υπήρξαν μέσο έκφρασης σε πολλούς τομείς, όπως και στην λογοτεχνία. Για παράδειγμα, το Ραμαγιάνα και το Μαχαμπαράτα (συμπεριλαμβανομένου του Μπαγκαβάντ-Γκίτα που είναι μέρος του τελευταίου) και οι Ουπανισάδες, αποτελούν τα  παλαιότερα έπη της Σανσκριτικής γλώσσας και υπήρξαν πηγή έμπνευσης για πολλά έπη τα οποία δημιουργήθηκαν μελλοντικά. Τα Σανσκριτικά δράματα θεωρούνται ως το πιο όμορφο μέρος της Σανσκριτικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχαστεί η μεγάλη σημασία της Σανσκριτικής ποίησης με βάση την οποία στηρίχτηκε ένα από τα πρώτα έγγραφα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το Ριγκβέντα. Σε αυτό, γίνονται και οι πρώτες αναφορές της Αστρονομίας. Επίσης, άλλοι τομείς όπως τα μαθηματικά, η χημεία, η αρχιτεκτονική, η μηχανική και η μεταφυσική επηρεάστηκαν από την Σανσκριτική γλώσσα. Φυσικά, το θέατρο, ο χορός, η μουσική και η γλυπτική σχετίζονται αρκετά με την γλώσσα αυτή. Ο μεγάλος Φιλόσοφος Σρι Αουρομπίντο ανέφερε ότι «Η Σανσκρτική γλώσσα που έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως από τους αρμόδιους ως μέσο για κριτική σκέψη, είναι ένα από τα πιο υπέροχα, τα πιο τέλεια, τα πιο εξέχοντα και υπέροχα λογοτεχνικά όργανα που αναπτύχθηκαν ποτέ από τον ανθρώπινο νου.