Μέμφις (Memphis)
Η Μέμφις (Αρχαία Αιγυπτιακά: mn nfr, Κοπτικά: ⲙⲉⲙϥⲓ, Αραβικά: مَنْف) ήταν η αρχαία πρωτεύουσα της Κάτω Αιγύπτου, και του Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου από τη θεμελίωσή της έως το 1300 Π.Κ.Ε./π.Χ.. Το αρχαίο αιγυπτιακό της όνομα ήταν Ίνεμπ Χετζ («Τα Λευκά Τείχη»). Το όνομα Μέμφις είναι ελληνική μεταγραφή του αιγυπτιακού ονόματος της πυραμίδας του Πέπι Α', Μεν-νεφέρ, που έγινε Μένφε στην Κοπτική. Το επίσημο όνομα της Μέμφιδος στο Μέσο Βασίλειο ήταν "Μεν-νεφέρ Πέπι Μερ", που σημαίνει "πυραμίδα στέρεη και εκπληκτική του Πέπι Α΄". Σύμφωνα βέβαια με την ελληνική μυθολογία και τη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, η πόλη ιδρύθηκε από το βασιλιά της Αιγύπτου Έπαφο, το γιο του Δία και της αργίτισσας πριγκίπισσας Ιούς, ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της γυναίκας του, της Μέμφιδος, κόρης του Νείλου. Οι σύγχρονες πόλεις Μιτ Ραχίνα, Νταχσούρ, Σακκάρα, Αμουζίρ, Αμπού Γκοράμπ και Ζογυέτ ελ Αρύαν, νότια του Καΐρου, βρίσκονται όλες στη διαχειριστική επικράτεια της ιστορικής Μέμφιδος. Η πόλη ήταν επίσης γνωστή στην Άνω Αίγυπτο ως Ανκχ-Ταουί («Η ζωή των δύο Χωρών»), γεγονός που υποδεικνύει τη σημασία της πόλης στην Άνω και την Κάτω Αίγυπτο. Τα ερείπιά της βρίσκονται 19 χλμ νότια του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.
Η Στήλη του Παλέρμο μας δίνει τα πρώτα στοιχεία για την ίδρυση της Μέμφιδος. Η πόλη ιδρύθηκε περί το 3100 ΠΚΕ από τον Μήνη, που ένωσε τα δύο βασίλεια της Αιγύπτου την Άνω και τη Κάτω Αίγυπτο. Την τείχισε με ισχυρά και εκτενή τείχη, ενώ αφιέρωσε και ένα ναό στο θεό Πτα. Ενώ ίδρυσε και ένα λιμάνι στη πόλη με το όνομα Περουνεφέρ, που σημαίνει "Καλή αναχώρηση". Με πληθυσμό που εκτιμάται στους 30.000 περίπου κατοίκους είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη εγκατάσταση από εποχής της ίδρυσής της έως το 2250 ΠΚΕ και από το 1557 ΠΚΕ έως το 1400 ΠΚΕ.
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μήνης ίδρυσε την πόλη χτίζοντας αναχώματα για να προστατέψει την περιοχή από τις πλημμύρες του Νείλου. Ήταν τόσο κυρίαρχη η παρουσία της πόλης στην ακμή της, ώστε οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι έδωσαν το όνομά της σε μια ολόκληρη περίοδο. Έγινε κοσμοπολίτικο κέντρο και όταν την επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα ΠΚΕ, στην περίοδο της περσικής διακυβέρνησης, βρήκε εκεί πολλούς Έλληνες, Ιουδαίους, Φοίνικες και Λίβυους ανάμεσα στο γηγενή πληθυσμό. Οι φαραώ μετά τον Μήνη κατασκεύασαν στη Μέμφιδα ένα Περ-άα ή "Μεγάλο Σπίτι", όπου στέφονταν οι ίδιοι φαραώ. Από τη παραφθορά του ονόματος Περ-άα οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τους άρχοντες της αρχαίας Αιγύπτου "φαραώ".
Ο Ντζόζερ ή Ζοσέρ, βασιλίας της 3ης δυναστείας, ήταν αυτός που επέλεξε τη Μέμφιδα ως πρωτεύουσα και έκτοτε οι βασιλείς του Αρχαίου Βασιλείου (2700 π.Χ.-2195 π.Χ.) τη στόλισαν με μνημεία και την επέκτειναν. Η Μέμφις έφθασε στον κολοφώνα της κατά την περίοδο της 6ης δυναστείας ως λατρευτικό κέντρο του Πτα. Οι φαραώ του Μέσου Βασιλείου (2064 π.Χ.-1797 π.Χ.) έκτισαν προς τα νότια μια διοικητική συνοικία με το όνομα Αμενεμχέτ-ιτ-Ταουί, που σημαίνει "ο Αμενεμχέτ κατέκτησε τις Δύο χώρες". Το 1760 π.Χ. οι επιδρομείς Υξώς κατέλαβαν τη πόλη, την οποία απελευθέρωσε ο Άμωσις, πρώτος βασιλέας του Νέου Βασιλείου (1543 π.Χ.-1078 π.Χ.). Παρήκμασε σύντομα μετά τη 18η δυναστεία με την ταυτόχρονη άνοδο των Θηβών. Η Μέμφιδα όμως παρέμενε μια μεγάλη πόλη με έντονο θρησκευτικό και στρατιωτικό ρόλο, ενώ στα παλάτια της κατοικούσαν οι διάδοχοι των βασιλέων, ο βεζίρης του βορρά και οι ανώτεροι αξιωματούχοι των βασιλικών κτημάτων. Ο Κάμωσις, γιος του Ραμσή Β' και αρχιερέας του Πτα, ίδρυσε τη νεκρόπολη των ιερών ταύρων Άπις και ανακαίνισε όλη τη πόλη. Το 739 π.Χ. ο Αιθίοπας βασιλίας Πιάνχτ πολιόρκησε τη Μέμφιδα και τη κατέλαβε ενώ οι διάδοχοι του την επέλεξαν ως επίσημη δεύτερη κατοικία τους. Το 671 π.Χ. οι Ασσύριοι υπό την ηγεσία του Ασσαρχαδών την πολιόρκησαν και τη κατέλαβαν, αλλά ο Ψαμμήτιχος Α' (664 π.Χ.-610 π.Χ.) την απελευθέρωσε λίγα χρόνια μετά. Η λάμψη της αναζωογονήθηκε για ένα διάστημα υπό τους Πέρσες σατράπες, την εποχή δηλαδή που την επισκέφτηκε και ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος και διδάχθηκε την ιστορία της. Ο Μέγας Αλέξανδρος στέφθηκε φαραώ το 332 π.Χ. στη Μέμφιδα και αναστήλωσε τους ναούς της, αλλά την ανάγκασε να περάσει οριστικά σε δεύτερη μοίρα μετά την ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος Α', επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλέας της Αιγύπτου, επινόησε στη Μέμφιδα μια νέα θρησκεία, τη λατρεία του Σεράπιδος, που ήταν ο συνδυασμός των ελληνικών θεών Δία και Διονύσου με τον Αιγύπτιο Όσιρι-Άπι. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Αλεξάνδρεια παρέμεινε σημαντικότερη, υπερσκελίζοντας την αρχαία πόλη. Ως δεύτερη πόλη της Αιγύπτου παρέμεινε μέχρι την ίδρυση της Φουστάτ (ή Φοστάτ) το 641 μ.Χ.. Κατόπιν εγκαταλείφθηκε και έγινε πηγή πέτρας για τις περιβάλλουσες εγκαταστάσεις. Ακόμα και κατά τον 12ο αιώνα ήταν ένα εντυπωσιακό σύνολο ερειπίων, από τα οποία όμως σύντομα έμειναν σκορπισμένοι λίθοι.
Σε αυτόν τον τόπο αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Πτα και του Άπι καθώς και λίγα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και δύο αλαβάστρινα αγάλματα του Ραμσή Β'. Η νεκρόπολις της Σακκάρα βρίσκεται κοντά στη Μέμφιδα και εκτείνεται από το Αμπού-Ραουάς έως τα νότια στο Νταχσούρ για περίπου τριάντα χιλιόμετρα.
Ο αιγύπτιος ιστορικός Μανέθων αναφέρθηκε στην Μέμφιδα με τον προσδιορισμό Χι-Κου-Π'τα («Ο τόπος στον οποίο κατοικεί η Ψυχή ή Κα του Πτα»), τον οποίο μετέγραψε στα Ελληνικά ως Aί-γυ-πτoς, παραδίδοντας έτσι το ελληνικό Αίγυπτος και το λατινικό AEGYPTVS. Πιστεύεται ότι και το όνομα Κόπτης προέρχεται πιθανώς ετυμολογικά από το ίδιο όνομα. Στη Βίβλο η Μέμφις ονομάζεται Μωφ ή Νωφ.
Η Στήλη του Παλέρμο μας δίνει τα πρώτα στοιχεία για την ίδρυση της Μέμφιδος. Η πόλη ιδρύθηκε περί το 3100 ΠΚΕ από τον Μήνη, που ένωσε τα δύο βασίλεια της Αιγύπτου την Άνω και τη Κάτω Αίγυπτο. Την τείχισε με ισχυρά και εκτενή τείχη, ενώ αφιέρωσε και ένα ναό στο θεό Πτα. Ενώ ίδρυσε και ένα λιμάνι στη πόλη με το όνομα Περουνεφέρ, που σημαίνει "Καλή αναχώρηση". Με πληθυσμό που εκτιμάται στους 30.000 περίπου κατοίκους είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη εγκατάσταση από εποχής της ίδρυσής της έως το 2250 ΠΚΕ και από το 1557 ΠΚΕ έως το 1400 ΠΚΕ.
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Μήνης ίδρυσε την πόλη χτίζοντας αναχώματα για να προστατέψει την περιοχή από τις πλημμύρες του Νείλου. Ήταν τόσο κυρίαρχη η παρουσία της πόλης στην ακμή της, ώστε οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι έδωσαν το όνομά της σε μια ολόκληρη περίοδο. Έγινε κοσμοπολίτικο κέντρο και όταν την επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα ΠΚΕ, στην περίοδο της περσικής διακυβέρνησης, βρήκε εκεί πολλούς Έλληνες, Ιουδαίους, Φοίνικες και Λίβυους ανάμεσα στο γηγενή πληθυσμό. Οι φαραώ μετά τον Μήνη κατασκεύασαν στη Μέμφιδα ένα Περ-άα ή "Μεγάλο Σπίτι", όπου στέφονταν οι ίδιοι φαραώ. Από τη παραφθορά του ονόματος Περ-άα οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τους άρχοντες της αρχαίας Αιγύπτου "φαραώ".
Ο Ντζόζερ ή Ζοσέρ, βασιλίας της 3ης δυναστείας, ήταν αυτός που επέλεξε τη Μέμφιδα ως πρωτεύουσα και έκτοτε οι βασιλείς του Αρχαίου Βασιλείου (2700 π.Χ.-2195 π.Χ.) τη στόλισαν με μνημεία και την επέκτειναν. Η Μέμφις έφθασε στον κολοφώνα της κατά την περίοδο της 6ης δυναστείας ως λατρευτικό κέντρο του Πτα. Οι φαραώ του Μέσου Βασιλείου (2064 π.Χ.-1797 π.Χ.) έκτισαν προς τα νότια μια διοικητική συνοικία με το όνομα Αμενεμχέτ-ιτ-Ταουί, που σημαίνει "ο Αμενεμχέτ κατέκτησε τις Δύο χώρες". Το 1760 π.Χ. οι επιδρομείς Υξώς κατέλαβαν τη πόλη, την οποία απελευθέρωσε ο Άμωσις, πρώτος βασιλέας του Νέου Βασιλείου (1543 π.Χ.-1078 π.Χ.). Παρήκμασε σύντομα μετά τη 18η δυναστεία με την ταυτόχρονη άνοδο των Θηβών. Η Μέμφιδα όμως παρέμενε μια μεγάλη πόλη με έντονο θρησκευτικό και στρατιωτικό ρόλο, ενώ στα παλάτια της κατοικούσαν οι διάδοχοι των βασιλέων, ο βεζίρης του βορρά και οι ανώτεροι αξιωματούχοι των βασιλικών κτημάτων. Ο Κάμωσις, γιος του Ραμσή Β' και αρχιερέας του Πτα, ίδρυσε τη νεκρόπολη των ιερών ταύρων Άπις και ανακαίνισε όλη τη πόλη. Το 739 π.Χ. ο Αιθίοπας βασιλίας Πιάνχτ πολιόρκησε τη Μέμφιδα και τη κατέλαβε ενώ οι διάδοχοι του την επέλεξαν ως επίσημη δεύτερη κατοικία τους. Το 671 π.Χ. οι Ασσύριοι υπό την ηγεσία του Ασσαρχαδών την πολιόρκησαν και τη κατέλαβαν, αλλά ο Ψαμμήτιχος Α' (664 π.Χ.-610 π.Χ.) την απελευθέρωσε λίγα χρόνια μετά. Η λάμψη της αναζωογονήθηκε για ένα διάστημα υπό τους Πέρσες σατράπες, την εποχή δηλαδή που την επισκέφτηκε και ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος και διδάχθηκε την ιστορία της. Ο Μέγας Αλέξανδρος στέφθηκε φαραώ το 332 π.Χ. στη Μέμφιδα και αναστήλωσε τους ναούς της, αλλά την ανάγκασε να περάσει οριστικά σε δεύτερη μοίρα μετά την ίδρυση της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος Α', επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλέας της Αιγύπτου, επινόησε στη Μέμφιδα μια νέα θρησκεία, τη λατρεία του Σεράπιδος, που ήταν ο συνδυασμός των ελληνικών θεών Δία και Διονύσου με τον Αιγύπτιο Όσιρι-Άπι. Στη ρωμαϊκή περίοδο η Αλεξάνδρεια παρέμεινε σημαντικότερη, υπερσκελίζοντας την αρχαία πόλη. Ως δεύτερη πόλη της Αιγύπτου παρέμεινε μέχρι την ίδρυση της Φουστάτ (ή Φοστάτ) το 641 μ.Χ.. Κατόπιν εγκαταλείφθηκε και έγινε πηγή πέτρας για τις περιβάλλουσες εγκαταστάσεις. Ακόμα και κατά τον 12ο αιώνα ήταν ένα εντυπωσιακό σύνολο ερειπίων, από τα οποία όμως σύντομα έμειναν σκορπισμένοι λίθοι.
Σε αυτόν τον τόπο αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Πτα και του Άπι καθώς και λίγα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και δύο αλαβάστρινα αγάλματα του Ραμσή Β'. Η νεκρόπολις της Σακκάρα βρίσκεται κοντά στη Μέμφιδα και εκτείνεται από το Αμπού-Ραουάς έως τα νότια στο Νταχσούρ για περίπου τριάντα χιλιόμετρα.
Ο αιγύπτιος ιστορικός Μανέθων αναφέρθηκε στην Μέμφιδα με τον προσδιορισμό Χι-Κου-Π'τα («Ο τόπος στον οποίο κατοικεί η Ψυχή ή Κα του Πτα»), τον οποίο μετέγραψε στα Ελληνικά ως Aί-γυ-πτoς, παραδίδοντας έτσι το ελληνικό Αίγυπτος και το λατινικό AEGYPTVS. Πιστεύεται ότι και το όνομα Κόπτης προέρχεται πιθανώς ετυμολογικά από το ίδιο όνομα. Στη Βίβλο η Μέμφις ονομάζεται Μωφ ή Νωφ.
Χάρτης - Μέμφις (Memphis)
Χάρτης
Χώρα - Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία
Σημαία της Αιγύπτου |
Τα μέλη της συριακής πολιτικής ηγεσίας θεωρούσαν την ένωση με την Αίγυπτο ως το μικρότερο των δύο κακών. Θεωρούσαν, ακόμη, ότι οι όροι του Νασέρ δεν ήταν δίκαιοι, αλλά δεδομένης της έντονης πίεσης που δεχόταν η κυβέρνησή τους, αντελήφθησαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή.
Νομισματική μονάδα / Γλώσσα
ISO | Νομισματική μονάδα | Σύμβολο | Significant Figures |
---|---|---|---|
EGP | Λίρα Αιγύπτου (Egyptian pound) | £ or جم | 2 |
ISO | Γλώσσα |
---|---|
EN | Αγγλική γλώσσα (English language) |
AR | Αραβική γλώσσα (Arabic language) |
FR | Γαλλική γλώσσα (French language) |